- φλυκταινοΰμαι
- (ο ) покрываться прыщами, волдырями, пузырями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλυκταινούμαι — φλυκταινοῡμαι, όομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. φλυκταινῶ, όω, Α [φλύκταινα] 1. σχηματίζω φλύκταινες 2. καλύπτομαι από φλύκταινες αρχ. ενεργ. προκαλώ φλύκταινες … Dictionary of Greek
επιφλυκταινούμαι — ἐπιφλυκταινοῡμαι, όομαι (Α) έχω φλύκταινες, φουσκάλες, εξανθήματα στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλυκταινούμαι (< φλύκταινα «φουσκάλα εξάνθημα»)] … Dictionary of Greek
φλυκτιδούμαι — όομαι, Α [φλυκτίς, ίδος] φλυκταινούμαι … Dictionary of Greek